- περσονομος
- περσονόμοςπερσο-νόμος2владеющий персами
(τιμέ μεγάλη Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τιμέ μεγάλη Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περσονόμος — ον, Α αυτός που κυβερνά τους Πέρσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + νόμος*] … Dictionary of Greek
Περσονόμου — Περσονόμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσονόμου — Περσονόμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσονομούμαι — έομαι, Α [περσονόμος] κυβερνιέμαι σύμφωνα με τους νόμους τών Περσών … Dictionary of Greek